"Κύναστον", θεατρική παράσταση

Σενάριο


Στέφανου Κακαβούλη
"Κύναστον"

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

Πρόσωπα
Έντουαρντ Κύναστον: 25-30 χρόνων. O τελευταίος άντρας ηθοποιός που υποδύθηκε γυναικείους ρόλους.

Γουίλλιαμ Τζόνσον: 35 χρόνων. Ηθοποιός και θιασάρχης του θεάτρου Χόουπ στο Σάουθγουόρκ.

Εποχή
Το έργο τοποθετείται ανάμεσα στα 1660 και 1662 στο Σάουθγουορκ της Αγγλίας, επί βασιλείας Καρόλου Β’. Λίγο μετά την Παλινόρθωση, όπου με διαταγή του βασιλιά ξαναλειτουργούν όλα τα θέατρα.

Πρώτη σκηνή
Καμαρίνι του θεάτρου Χόουπ στο Σάουθγουορκ. Ο χώρος είναι σχετικά μικρός. Από τα έπιπλα που βρίσκονται γίνεται κατανοητό ότι φιλοξενεί τουλάχιστον δύο ηθοποιούς. Δεξιά κι αριστερά ξύλινα τραπεζάκια με δύο σκαμπό. Το δεξί τραπεζάκι συνοδεύεται από ένα στρογγυλό θολό καθρέφτη, που ακουμπάει με την κορυφή του τον τοίχο. Διάφορα μικροαντικείμενα που χαρακτηρίζουν την ταυτότητα του χώρου βρίσκονται πάνω στα τραπέζια όπως πούδρες, χτένες, τσιμπιδάκια, κραγιόν, πινέλα, μαντήλια, σφουγγάρια, πετσέτες κ.α. Στο πίσω μέρος της σκηνής τοποθετημένο διαγώνια, ένα παραβάν απ’ όπου κρέμονται διάφορα ρούχα. Ο χώρος είναι αχνοφωτισμένος. Μια ισχνή ιδέα ζεστού φωτός που προέρχεται από τα δύο κεριά που είναι τοποθετημένα σε μπρούτζινα κηροπήγια πάνω στα δύο τραπέζια πέφτει πάνω στα αντικείμενα, δημιουργώντας  μεγάλες σκιές που κινούνται σύμφωνα με το τρέμουλο της φλόγας και ταυτόχρονα δίνουν στην ατμόσφαιρα μια μυστικιστική αίσθηση, που ενισχύεται από την απόλυτη ησυχία. Ένα κύμα από δυνατό χειροκρότημα πλημμυρίζει το χώρο, κάνοντάς τον ξαφνικά να μοιάζει παράταιρος και ξένος ως προς τον ήχο αυτό. Ακούγονται φωνές να ζητωκραυγάζουν. Παρ’ όλη τη φασαρία ένα όνομα είναι σχεδόν καθαρό. «Κύ-να-στον! Κύ-να-στον!»  Ακούγεται ρυθμικά και με αυξανόμενη ταχύτητα μέχρι που φτάνει σε κραυγές ενθουσιασμού. Μετά καταλαγιάζει για λίγο χωρίς όμως να σταματήσει. Από μια στενή πόρτα πίσω αριστερά μπαίνουν δύο φιγούρες. Μοιάζουν να γεννιούνται μέσα από το σκοτάδι μιας και λόγω του χαμηλού φωτισμού το περίγραμμα της πόρτας δεν φαίνεται. Φτάνουν με γρήγορα βήματα στο προσκήνιο, όπου και φωτίζονται τόσο, ώστε να φαίνονται τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους. Είναι ο Έντουαρντ Κύναστον και ο Γουίλλιαμ Τζόνσον. Ο πρώτος είναι ντυμένος με τουαλέτα, που υποδηλώνει γυναίκα βασιλικής καταγωγής και κρατάει στα χέρια του μια μαύρη περούκα με καρέ χτένισμα κι ένα στέμμα που θυμίζει εκείνο της Κλεοπάτρας. Το πρόσωπο του είναι μακιγιαρισμένο σαν της εν λόγω βασίλισσας (με μεγάλες τραβηγμένες γραμμές στα μάτια και σκούρα σκιά). Στο κεφάλι φοράει ένα φιλέ που κρατάει μαζεμένα τα μαλλιά του. Με γρήγορα βήματα κατευθύνεται στο τραπεζάκι δεξιά, τραβάει με το πόδι του το σκαμπό έξω και πέφτει πάνω του. Πετάει πάνω στο τραπέζι την περούκα και το στέμμα. Ο Γουίλλιαμ εμφανίζεται πίσω του ντυμένος σαν Ρωμαίος πολεμιστής. Είναι ένας ψηλός άντρας, γεροδεμένος, με σκληρά χαρακτηριστικά.
Σε αντίθεση με τον Κύναστον πλησιάζει αργά το αριστερό τραπεζάκι λύνοντας τη ζώνη του και κάθεται μαλακά στο σκαμπό. Βγάζει από πάνω του έναν κόκκινο χιτώνα, που είχε ριγμένο στον ώμο και τον απλώνει στους μηρούς του. Και οι δύο φαίνονται κουρασμένοι. Οι φωνές συνεχίζουν.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (τρίβοντας το μέτωπό του) Άκου τους! Δεν σε χορταίνουν!

Ο Κύναστον του ρίχνει μια πλάγια ειρωνική ματιά μ’ ένα σαρκαστικό χαμόγελο. Βγάζει το φιλέ από το κεφάλι του και αφήνει τις μαύρες μπούκλες του να πέσουν ανάκατες μέχρι τους ώμου του. Γυρνάει μπροστά του και στρώνει τα μαλλιά με τα χέρια του.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Δεν θα πας;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:      Την Αιγύπτια θέλουν όχι εμένα.

Παίρνει ένα κομμάτι μαλακό χαρτί, ρίχνει ένα υγρό από ένα διάφανο μπουκάλι πάνω στο τραπέζι και αρχίζει να ξεβάφεται.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Γι’ αυτούς κάπως έτσι θα ήταν κι αυτή. Σαν κι εσένα.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Ό,τι τους δείχνεις πιστεύουν. Πριν μια εβδομάδα λυσσάγανε για την Οφηλία μου.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:      Αλλάξαμε όλο το έργο για να μπορέσεις να πεις το μονόλογο της τρέλας στο φινάλε. Αν ζούσε ο Σαίξπηρ και το έβλεπε…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:      Θα μας ευχαριστούσε που του το κάναμε επιτυχία. Ούτε μήνα δεν είχε κλείσει το έργο όσες φορές είχε ανέβει. Λόγια, λόγια  βαριόταν το κοινό. Πριν φτάσει στο ζουμί η ιστορία είχε αδειάσει το μισό θέατρο.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:      Το κοινό θέλει δράση.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:      (ειρωνικά) Θέαμα!

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:      Ομορφιά! Θέλει… Κύναστον. Άκου! Πήγαινε. Περιμένουν. Μην τους απογοητεύσεις πάλι.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:      Δεν ξαναβάζω την περούκα, με πιάνει φαγούρα. Άσ’ τους. Θα ηρεμήσουν.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:       Αν ήταν άλλος στη θέση σου…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:      Δεν θα ούρλιαζαν αυτοί έξω.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Θα το χαιρόταν όσο μπορούσε, γιατί κάποια στιγμή…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:       (παύση. Κοιτάει τον Γουίλλιαμ μέσα από τον καθρέφτη του. Είναι ακόμα μουτζουρωμένος από το μακιγιάζ)   Θα τελείωνε;

Ο Γουίλλιαμ γυρίζει στο μέρος του, ενώ κάθεται με το σώμα του φάτσα στο κοινό και το πρόσωπό του προφίλ .

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:  Περιμένουν. Δεν είναι σωστό και για το θέατρο. Μη νομίσουν ότι  δε σ’ αφήνω εγώ.

Ο Κύναστον γυρνάει με τον ίδιο τρόπο προς τον Γουίλλιαμ.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Γιατί να νομίσουν κάτι τέτοιο; Όλοι ξέρουν τι καλός θιασάρχης είσαι και πόσο… φροντίζεις τους ηθοποιούς σου. Εξάλλου πιστεύεις ότι αν τους έδινα τόσο εύκολα αυτό που θέλουν θα έκαναν έτσι τώρα;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Τους παίζεις δηλαδή; Κάνεις τον δύσκολο για να τους τρελαίνεις;
   
ΚΥΝΑΣΤΟΝ:       Είναι ένας τρόπος κι αυτός να κρατήσεις αυτό που έχεις.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Επικίνδυνος. Ρισκάρεις να το χάσεις.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Μέχρι τώρα δεν έχει χρειαστεί.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Εύχομαι να συνεχίσει έτσι. 
 Ο Γουίλλιαμ σηκώνεται γυρνάει μπροστά του και αρχίζει να βγάζει το κουστούμι του ρόλου. Ο Κύναστον στη διάρκεια της επόμενης φράσης τον πλησιάζει και περνάει το χέρι του  γύρω από το λαιμό του.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:       Θα τελειώσει, το ξέρω … αλλά εσύ πού θα είσαι τότε; Μαζί θα το περάσουμε.

Ο Γουίλλιαμ του κατεβάζει το χέρι και τον κοιτά βαθιά στα μάτια.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (σοβαρά) Πήγαινε. Όπως είσαι. Μη βάλεις τίποτ’ άλλο. Είναι καλύτερα.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:      Δεν θέλουν αυτό που είμαι. Θέλουν αυτήν. Όπως ήταν εκεί πάνω. (Μιμείται με χειρονομίες το ρόλο.) Με τη λεπτή αισθαντική φωνή. Τα μισόκλειστά μάτια, τις νωχελικές κινήσεις στα χέρια. Αυτό θέλουν.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Άρα εσένα! Το ξέρουν ότι ένας άντρας …

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Όχι! Το ξεχνάνε. (Ο Κύναστον απομακρύνεται απότομα από τον Γουίλλιαμ και επιστρέφει στο τραπεζάκι του. Βγάζει το φόρεμα του ρόλου και μένει με ένα άσπρο εσώρουχο σαν βράκα στο κάτω μέρος που φτάνει μέχρι τα γόνατα.) Όταν βλέπουν την Αιγύπτια εκεί πάνω να ξελογιάζει τον Αντώνιο θέλουν να πιστέψουν ότι είναι γυναίκα. Έχουν ανάγκη να το πιστέψουν. Το βλέπεις κι εσύ. Αν βγω έτσι μισόγυμνος τώρα και υποκλιθώ τους χαλάω το όνειρο. Την ψευδαίσθηση που λατρεύουν. Ξέρουν τι είμαι αλλά δεν το σκέφτονται. Δεν θέλω να τους χαλάσω την φαντασίωση, δεν το καταλαβαίνεις; (Ψάχνει με το βλέμμα για λίγο το χώρο) Μου δίνεις σε παρακαλώ την  πουκαμίσα μου;

Και οι δύο άντρες είναι τώρα γυμνοί από πάνω. Ο Γουίλλιαμ αρπάζει από το πάτωμα δίπλα του μια λευκή πουκαμίσα και την κρατάει στο χέρι. Ο Κύναστον του κάνει νόημα να του τη δώσει εκτείνοντας το χέρι του.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:       Πώς θα μπορούσε να είναι γυναίκα στη σκηνή;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Το ξέρουν. Δεν χρειάζεται να τους το τρίψουμε στη μούρη κιόλας.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Μα σε βλέπουν μετά έξω. Ξέρουν ποιος είσαι…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:       Όχι πάνω στη σκηνή. Θα μου τη δώσεις;

 ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (κοφτά) Θέλω να πας.

Ο Γουίλλιαμ του πετάει την πουκαμίσα. Ο Κύναστον τη φοράει βιαστικά.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Γιατί; Τι παραπάνω θα κερδίσει το θέατρό σου;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Θα είναι το πρώτο που το κάνει. Τώρα που άνοιξαν όλα πάλι, θα γίνει σφαγή. Μόνο αν κάνουμε κάτι που δεν κάνουν οι άλλοι βλέπω να επιβιώνουμε.  Δέκα εφτά χρόνια κλειστά.  Το κοινό έχει αλλάξει. Εμείς έχουμε αλλάξει. Δεν φτάνει μια καλή παράσταση πια, όπως έλεγε ο πατέρας μου.
 
ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Έτσι ανέλαβε το θέατρο όμως. Με καλές παραστάσεις. Με ωραία έργα. Ο πρώτος που τόλμησε να ανεβάσει δράμα του ελισαβετιανού.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Για τότε πρωτοπόρος. Το ίδιο θέλω να είμαι κι εγώ.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:      Δε σου φτάνω εγώ για να είσαι; Πόσοι υπάρχουν ακόμα που πείθουν για γυναίκες; Γιατί θέλεις να τους το χαλάσουμε αυτό;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Σου είπα.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:        Δεν φοβάσαι μην απογοητευτούν;  

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Θα τρελαθούν. Μπορεί να ζητάν τη φαντασίωση αλλά στο βάθος θέλουν να την απομυθοποιήσουν. Αυτό θα τους κάνει να γυρίσουν στα σπίτια τους πιο ήρεμοι. Θα χουφτώσουν τις χοντρές γυναίκες τους με πιο πολύ πόθο και θα παίξουν με τα παιδιά τους χωρίς να αναθεματίζουν μέσα τους. Να σου πω γιατί; Η γυναίκα – όνειρο, που θαύμαζαν πριν λίγο, δεν υπάρχει παρά μόνο στη σύμβαση της σκηνής. 

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Κι αν δεν έρθουν αύριο;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Θα έρθουν. Οι διπλοί.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Το πιστεύεις;

Ο Γουίλλιαμ νεύει θετικά. Πιάνει το πηγούνι του Κύναστον και του χαϊδεύει τα χείλη με τον αντίχειρα.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Θέλω να πας. (παύση) (τον χαϊδεύει τρυφερά στο μάγουλο) Θα το κάνεις;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (υποτακτικά) Για σένα.

Κάνει κίνηση να φιλήσει τον Γουίλλιαμ στο στόμα. Εκείνος τον σταματάει, κρατώντας του σφιχτά με το χέρι το στόμα μισάνοιχτο. Με μια βίαιη και γρήγορη κίνηση του σκάει ένα φιλί και τον αφήνει. Γυρνάει πλάτη. Ξανακάθεται στο σκαμπό αριστερά, αφήνοντας τα χέρια του να πέσουν βαριά ανάμεσα στα πόδια του. Ο Κύναστον μένει για λίγο μετέωρος κοιτάζοντάς τον και μετά στρέφει στο βάθος αριστερά και χάνεται. Ο Γουίλλιαμ βγάζει ένα βαρύ αναστεναγμό κούρασης, σηκώνεται και πάει προς το παραβάν. Βγάζει και το κάτω μέρος του κοστουμιού και φοράει ένα κολάν που είναι κρεμασμένο στο αριστερό μέρος. Δίπλα από το κολάν  κρέμεται και μια σκουρόχρωμη πουκαμίσα την οποία φοράει. Πηγαίνει πίσω από το παραβάν και σκύβει. Για λίγο βλέπουμε αχνά το κεφάλι του μόνο. Μετά βγαίνει, φορώντας κι ένα μαύρο γιλέκο και μπότες γυαλιστερές μέχρι το γόνατο. Από τη μια τσέπη βγάζει ένα διπλωμένο χαρτί. Το ανοίγει και το διαβάζει. Δείχνει προβληματισμένος.  Κοιτάει προς το τραπεζάκι του Κύναστον, που έχει τον καθρέφτη. Πάει προς τα εκεί. Χώνει το χαρτί στην τσέπη πάλι. Ισιώνει τα ρούχα πάνω του και κοιτάζεται στον καθρέφτη. Φτιάχνει τα κοντά μαλλιά του με τα δάχτυλα. Περιεργάζεται για λίγο τα καλλυντικά του Κύναστον. Παίρνει το κραγιόν στα χέρια και το ανοίγει. Βάζει λίγο στα χείλη του και το πιπιλάει.  Στρέφει προς τον καθρέφτη. Παίρνει ένα μορφασμό πόνου και ακουμπάει το ένα του χέρι στο στέρνο του.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:        (απαγγέλλει) «Σσσς! Σιωπή! Δεν βλέπεις το μωρό στο στήθος μου, που θηλάζει την παραμάνα του να την κοιμίσει; Γλυκό σαν βάλσαμο, ανάλαφρο σαν αεράκι, τρυφερό σαν-»

Ακούγεται η φωνή του Κύναστον από το βάθος. Αλλοιωμένη, πιο γλυκιά.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:   Αχ, Αντώνιε! Ναι, μωρό μου κι εσένα θα σε πάρω!
Ο Γουίλλιαμ σκουπίζει με την ανάστροφη της παλάμης του το κραγιόν από το στόμα με το που αντιλαμβάνεται τον Κύναστον.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Μη!
 
Ο Κύναστον εμφανίζεται από το σκοτάδι.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Γιατί δε μ’ άφησες να σε δω; Μπορεί να ταίριαζε περισσότερο σε σένα.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Μια βλακεία έκανα. Μην το τραβάς.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Ήθελες να δεις πως είναι;

(Μεγάλη παύση)

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Ποιο πράγμα;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (με ύφος υπαινικτικό) Να μεταμορφώνεσαι σε γυναίκα.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Όχι. Οι ρόλοι είναι χωρισμένοι. Δεν μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό να παίξω κάτι άλλο εκτός από άντρα.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:      Ούτε αναρωτήθηκες ποτέ;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Γιατί να το κάνω;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Ηθοποιός είσαι. Από περιέργεια.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Σε τι θα μου χρησίμευε;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Δεν ξέρω. Να νιώσεις… διαφορετικά. Πρωτόγνωρα αισθήματα. Της άλλης πλευράς.     

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Εσύ τι καταλαβαίνεις που τα νιώθεις κάθε βράδυ; Είσαι πιο γεμάτος;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Δεν είναι το ίδιο. Εγώ…

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (κοφτά)  Πιθανόν. Εμένα πάντως μου φτάνει αυτό που είμαι.

Ο Γουίλλιαμ σηκώνεται και επιστρέφει στη δική του πλευρά αφήνοντας τον Κύναστον μετέωρο. Παύση.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Θα πρέπει να σ’ άρεσε όμως ε; Έβαλες αρκετό, αν κρίνω από το λεκέ στο μαντήλι.
Ο Γουίλλιαμ καθαρίζει το  χέρι του με ένα μαντίλι που παίρνει από το τραπεζάκι. Το τσαλακώνει στη χούφτα του και ο πετάει ξανά στο τραπεζάκι.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Δεν είναι σαν να σε χαϊδεύουν με βελούδο; Ανατριχιάζεις την ώρα που το γλιστράς μαλακά πάνω στα χείλη. Εγώ το αφήνω πάντα τελευταίο για να κρατάω το μούδιασμα μέχρι να βγω στη σκηνή.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Πως πήγε; Ηρέμησαν; Τους άρεσε αυτό που είδαν;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Δεν άκουγες;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Δεν ξεχώριζα τι έλεγαν.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     «Πού είναι η Κλεοπάτρα;», φώναζαν. «Φέρε μας την Κλεοπάτρα!» Λες κι αυτή είναι κάτι άλλο από μένα. Σ’ το είπα. Θέλουν την ψευδαίσθηση.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Θα συνηθίσουν. Είναι καινούργιο γι’ αυτούς.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (με δόση ειρωνείας)  Ό,τι πείτε, κύριε θιασάρχα.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Ειρωνεύεσαι; Ξέρω το θέατρο καλύτερα από σένα. Γεννήθηκα μέσα σ’ αυτό. Χιλιάδες θεατές ο καθένας με τα δικά του γούστα. Έχω κάνει όλες τις δουλειές εδώ μέσα. Από βοηθός φροντιστή ξεκίνησα να μαζεύω ό,τι παράταγαν οι ηθοποιοί στη σκηνή. Ξέρεις τι βρισιές έχω ακούσει από άλλους «Κύναστον», που, επειδή πέρναγε η μπογιά τους για μια περίοδο στον κόσμο, νόμιζαν ότι τους ανήκει το θέατρο; Να τους δεις τώρα πού έχουν καταλήξει όλοι. Δεν έχουν ούτε για να φάνε.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Με βάζεις στην ίδια μοίρα μ’ αυτούς;

Ο Γουίλλιαμ έχει φορτιστεί συναισθηματικά με το προηγούμενο μονόλογο και έχει ανεβάσει τόνους. Μιλάει κάθετα.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Θέλω να σου πω ότι - ξέρω τι θέλω. Δεν χρειάζεται να σε πείσω αν δεν θες αλλά πρέπει να με εμπιστευθείς.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Τι άλλο μπορώ να κάνω;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:  Ό, τι κάνω είναι για το καλό το θεάτρου. Κι αυτό που σου ζήτησα τώρα αλλά κι ό,τι άλλο θα ζητήσω.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Από μένα;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Απ’ όλους!

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Δεν θα βρεις εμπόδιο σε μένα, το ξέρεις.

Κάνει μια κίνηση να το πλησιάσει ερωτικά για να αποφορτίσει την ένταση που πήγε να δημιουργηθεί. Ο Γουίλλιαμ τον αποφεύγει.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Τι συμβαίνει;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (διστακτικά) Έχω μια... συνάντηση κι έχω αργήσει… πρέπει να…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Τι συνάντηση; Γιατί δεν το ξέρω;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Πρέπει να τα ξέρεις όλα;
Το βλέμμα του Γουίλλιαμ είναι τόσο ψυχρό που κάνει  τον Κύναστον να μαζευτεί και να οπισθοχωρήσει.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Δεν μ’ έχεις συνηθίσει σε μυστικά…

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Είναι για μια συμφωνία που θέλω να κλείσω.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Για τι πράμα;

Ο Γουίλλιαμ με ένα χαμόγελο αμηχανίας αποφεύγει την απάντηση.  Κάνει να φύγει. Τον σταματάει η φωνή του Κύναστον.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Θα περάσεις μετά από μένα; Να περιμένω;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Θ’ αργήσω. Είμαι ήδη πολύ κουρασμένος απ’ την παράσταση. Αναγκαστικά πάω.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Δεν ήταν πιο κουραστική από άλλες φορές.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Για σένα που δέχεσαι το χειροκρότημα, όχι. Ρώτα και τους υπόλοιπους, που τρομάζουν να σταυρώσουν ατάκα στις σκηνές μαζί σου.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Είναι επιτυχία για το θέατρο σου αυτό. Δεν χαίρεσαι;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Δική σου είναι. Προσωπική.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Κι εγώ πού είμαι; Εδώ δεν ανήκω; Σ’ εσένα; Στο θίασο σου;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Ναι. Τι θα γίνει τη μέρα που δεν θα είσαι όμως; Τι θα τους κάνει να μπουν εδώ μέσα κι όχι στο Σουάν;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Αυτό θ’ αργήσει να συμβεί. Εξάλλου εσύ έχεις ιδέες. Κάτι θα βρεις για να φέρεις πάλι τον κόσμο στην πόρτα σου.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Το πιστεύεις;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Αν μοιάζεις του πατέρα σου, ναι. Ό, τι θυμάμαι απ’ αυτόν είναι οι ιδέες που κατέβαζε. Δεν άφηνε πρόβλημα άλυτο. Από τα σκηνικά μέχρι την ερμηνεία των ηθοποιών. Μέχρι και τους συγγραφείς είχε βάλει να αλλάξουν τα έργα τους για να μπορέσει να τ’ ανεβάσει.
 Το πρόσωπο του Γουίλλιαμ για πρώτη φορά μαλακώνει από την αρχή του έργου.
ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Ναι έτσι ήταν. Σ’ ευχαριστώ Έντι.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Έτσι μπράβο. Είναι πρώτη φορά που λες τ’ όνομα μου σήμερα. Να υποθέσω πως ηρέμησες; Σου ’φυγε η ένταση που είχες από το πρωί;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Καλά είμαι. Θα βρεθούμε αύριο. Τι θα κάνεις εσύ;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Δεν μ’ αφήνεις πολλά περιθώρια να διαλέξω. Ήλπιζα να περνάγαμε μαζί τη βραδιά. Έχουμε τόσον καιρό να… βρεθούμε…. Τι μου μένει; Θα πάρω αγκαλιά τις οχιές μου για να με νανουρίσουν μήπως και κοιμηθώ μια και καλή τον ύπνο το βαθύ. (Αλλοιώνει πάλι τη φωνή του σαν να παίζει) «Αφού δεν με θέλει ο Αντώνιός μου.»

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Δεν νομίζω να σε βοηθήσουν οι συγκεκριμένες.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:        Μπορείς να μου βρεις αληθινές;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Αν θες κάτι να σέρνεται πάνω σου ας είναι καλύτερα…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Τι;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Τα χείλη του Λάνγκλεϋ.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (με ελαφρύ καγχασμό) Χα! Τα θεωρείς πιο ακίνδυνα;
   
ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Με βρήκε πριν απ’ την παράσταση.
ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Τι πείσμα κι αυτό!
ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Μου είπε αν είσ’ ελεύθερος σήμερα το βράδυ.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Ούτε σήμερα ούτε ποτέ. Του το είπες;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Έντι. Δεν είναι τόσο χάλια.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Προτιμώ μια αληθινή οχιά να σέρνεται στο στήθος μου παρά τα γέρικα χέρια του. Είχαμε συμφωνήσει ότι τελείωσε αυτή η ιστορία. Τι θέλει πάλι;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Εσένα. Ένα δείπνο μαζί του, δεν θα πάει παραπέρα.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Το ξέρεις ότι δεν θα σταματήσει εκεί. Του άφησες ελπίδες; Τι του είπες;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Τίποτα. Ότι θα σε ρωτούσα αν έχεις διάθεση. Αυτό μόνο.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Δεν έχω. Τελείωσες; Θα χάσεις τη … συνάντησή  σου.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Μπορείς να κάνεις μια παραχώρηση ακόμα, Έντι. Νομίζω πως μετά την αποψινή βραδιά θα μπορώ να του μιλήσω διαφορετικά. Θα καταφέρω να τον φέρω στα νερά μας. Τη θέλω αυτή τη συγχώνευση Έντι. Το Σουάν έχει ιστορία σαν θέατρο. Δεν θέλω να το έχω ανταγωνιστή.   

Ο Κύναστον στρέφει από την άλλη. Πλησιάζει το παραβάν και πιάνεται από τη μια του άκρη. Χωρίς να κοιτάει τον Γουίλλιαμ.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Γιατί με πιέζεις μ’ αυτό Γουίλι; Έχω τελειώσει μ’ αυτά. Τα έκανα τότε που το είχαμε ανάγκη.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Οι ανάγκες επιστρέφουν, Έντι. Μπορεί με διαφορετικό τρόπο αλλά....

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Τι σου λείπει τώρα μου λες; Δε γεμίζει το θέατρό σου; Δε βγάζεις λεφτά;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Σήμερα. Για αύριο δεν ξέρω. Κάθε τόσο ανοίγουν καινούργια. Ο ανταγωνισμός μεγαλώνει. Σε λίγο δεν θα μπορεί ένας μικρός θίασος να σταθεί μόνος του. Θα πρέπει να ενωθεί με άλλους για να επιβιώσει.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Είναι θέμα επιβίωσης, δηλαδή;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Αλλιώς γιατί να στο ζήταγα; Ξέρω πως αισθάνεσαι...

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Αλήθεια; Για πες μου. Πώς αισθάνεσαι όταν πέφτει από πάνω σου ένας γέρος και βογκάει δίπλα στ’ αυτί σου;  Ή όταν σου κρατάει με δύναμη ανοιχτό το στόμα, προσπαθώντας να χώσει μέσα τη γλώσσα του; Αν κάνεις πως αντιστέκεσαι, δεν θες να μάθεις...

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Όχι!  Δεν με αφορούν. Εξάλλου...

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Ναι...

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Ήταν δική σου ιδέα να πας. Δεν σε πίεσε κανείς.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Κανείς; Ούτε η ανάγκη; Κάτι τέτοιο δεν μου είχες πετάξει και τότε; «Πρέπει να επιβιώσουμε Γουίλι. Τώρα που χάσαμε τον πατέρα πρέπει να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας». Πώς; Με τι τρόπο; Δεν είπες. Μόνο την ανάγκη έθεσες.

(Ο Γουίλλιαμ πάει να ξεσπάσει με θυμό αλλά συγκρατείται. Τα επόμενα λόγια του βγαίνουν σφιχτά και κοφτά.)

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Τι ήθελες να κάνω; Να τα αφήσω όλα και να πάω να γίνω εργάτης; Ζητιάνος;  Κι εσένα;  Πώς θα σε ζούσα; Ή μήπως μπορούσες να κάνεις κάτι άλλο πέρα από το να περνιέσαι για κοριτσάκι και δεν το ήξερα;

(Ο Κύναστον φαίνεται να ξαφνιάζεται από την σκληρότητα της τελευταίας φράσης. Δεν την περίμενε)

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Ήταν λίγο αυτό;

(Ο Γουίλλιαμ συνεχίζει σαν να μην τον άκουσε)

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:      Μην ξεχνάς ότι είχες καλομάθει μαζί μας. Δεν σου έλειπε τίποτα. Πού θα έβρισκα λεφτά να σ’ τα παρέχω όλα όπως έκανε εκείνος;  Από τη μια στιγμή στην άλλη χωρίς θέατρο και μόνοι μας. Μου έπεσαν πολλά. Παιδί ήμουν, τι περίμενες;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Για μένα το δέχτηκες;

(Ο Γουίλλιαμ καταλαβαίνει την ένταση που έχει δημιουργήσει στον Κύναστον και μαλακώνει)

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Για μας. Για να επιβιώσουμε. Και τα καταφέραμε Έντι. Μια χαρά τα πήγαμε. Κάναμε αυτό που θέλαμε. Θέατρο. Φτηνό, πρόχειρο ίσως και κακό πολλές φορές, αλλά θέατρο. Κι εσύ δεν σταμάτησες να παίζεις. Δεν εξαργυρώνει αυτό λίγο τις …. παραχωρήσεις που έκανες;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Δδδεν ξέρω....

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Φαντάζομαι ότι θα ήταν...

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Δεν φαντάζεσαι τίποτα!

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Μπορεί. Αυτές οι σκέψεις δεν βοηθάνε όμως τώρα. Είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα. Άλλες οι συνθήκες … μην τα μπερδεύεις.

Ο Γουίλλιαμ πλησιάζει τον Κύναστον με διάθεση ερωτική και στη διάρκεια της φράσης περνάει το χέρι του γύρω στη μέση του και τον φιλάει στο λαιμό. Είναι μια κίνηση να τον φέρει στα νερά του.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:      Δεν είσαι το φοβισμένο αγόρι με τα βρόμικα ρούχα που κράταγε συντροφιά σε ευγενείς γέρους, που ενδιαφερόντουσαν για ... τη μοίρα του θεάτρου και επένδυαν σ’ αυτό. Είσαι ο Κύναστον. Σε ξέρουν όλοι. Κι όποιος θέλει να σε θαυμάσει κι εκτός σκηνής πρέπει να το πληρώσει πολύ ακριβά.
Ο Κύναστον ξεφεύγει από τα χέρια του

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Καλά το είπες. Είμαι ο Κύναστον. Δεν το έχω ανάγκη πια.

Μεγάλη παύση. Μεταξύ των δύο αντρών υπάρχει μια αίσθηση ψυχρότητας.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (αποστασιοποιημένα και ψυχρά)    Αν επιμένεις δεν μπορώ να σε πιέσω. Θα ήταν καλό για όλους μας πάντως. Μια καλή επένδυση. Έχεις περάσει απ’ έξω  από το Γκλόουπ τελευταία να δεις τι γίνεται; Κάπως πρέπει να το συναγωνιστούμε αυτό. Σκέψου το.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Και πού ξέρεις ότι θα κρατήσει τη συμφωνία μετά;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Έλα τώρα. Πεθαίνει για σένα. Ό,τι χαρτί και να του πάω θα το υπογράψει. Θα το σκεφτείς;

Μεγάλη παύση. Οι δύο άντρες κοιτάζονται έντονα στα μάτια. Σαν να διαβάζει ο ένας τη σκέψη του άλλου κι αυτό που καταλαβαίνουν να μην τους αρέσει καθόλου.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:      Δεν θα γίνω ο … επόμενος κύκνος του Λάγκλεϋ, λυπάμαι.

Ο Γουίλλιαμ ξαναπαίρνει το ψυχρό του ύφος .

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (κοφτά)  Κι εγώ. Καλό βράδυ.

Γυρνάει και φεύγει βιαστικά αφήνοντας τον Κύναστον να κοιτάει προς το βάθος της σκηνής, που είναι τελείως σκοτάδι. Γυρίζει αργά το κεφάλι προς το τραπεζάκι του Γουίλλιαμ και πλησιάζει. Χαϊδεύει λίγο την ξύλινη επιφάνεια μέχρι που τα δάχτυλά του φτάνουν στο μαντίλι με τον κόκκινο λεκέ από το κραγιόν. Το φέρνει μπροστά στο στόμα του και σκύβει προς το κερί που καίει πάνω στο τραπέζι του Γουίλλιαμ. Το φυσάει για να σβήσει και γυρίζει προς τη δική του πλευρά. Κάθεται στο σκαμπό και μ’ ένα φύσημα σβήνει και το δικό του κερί, που σιγοτρέμει δίπλα στον καθρέφτη. Σκοτάδι. 
 
Δεύτερη Σκηνή
Ίδιος χώρος. Ο Κύναστον κάθεται στη δική του πλευρά στο δεξί μέρος της σκηνής με τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι και το κεφάλι σκυμμένο. Μόνο το δικό του κερί είναι αναμμένο με αποτέλεσμα ο φωτισμός να είναι πιο χαμηλός από την προηγούμενη σκηνή. Ακούγονται βήματα και μετά από λίγο φαίνεται αχνά η φιγούρα του Γουίλλιαμ. Στέκεται για μια στιγμή και κοιτάει τον Κύναστον.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Έντι…. τι κάνεις;
Ο Κύναστον σηκώνει το κεφάλι και αποκτά μια ενέργεια που έρχεται σε αντίθεση με τη χαλαρή στάση που είχε πριν.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:      Καλώς τον.
Αρχίζει να ανακατεύει τα αντικείμενα μπροστά του. Ξεκινάει σιγά - σιγά την προετοιμασία για το ρόλο. Μάζεμα μαλλιών με τσιμπιδάκια, φιλές για να κρατηθούν πλακωμένα και μακιγιάζ. Ο Γουίλλιαμ πηγαίνει στην δική του μεριά. Ανάβει το κερί μπροστά του και βγάζει τις μπότες του. Αρχίζει τη δική του προετοιμασία.
 
ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Γιατί καθόσουν έτσι; Νυστάζεις;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Το μόνο που δεν έχω. Χόρτασα ύπνο χθες βράδυ.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Δεν πήγες πουθενά;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Περίμενα παρέα στο σπίτι. Δεν  φάνηκε όμως. (Με υπονοούμενο) Προφανώς είχε κάτι καλύτερο να κάνει.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (κοφτά) Σου είπα ότι δεν θα ερχόμουν.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Δε θα ήταν η πρώτη φορά που αναιρείς αυτό που λες. Σ’ αυτό βασιζόμουν.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Αργήσαμε πολύ.

Παύση.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Πόσοι ήσασταν;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Αρκετοί να γεμίσουν ένα θέατρο.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (περιπαιχτικά) Τι συνάντηση ήταν αυτή;  Σε δεξιώθηκαν στην Αυλή του Καρόλου;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Όχι ακριβώς. Απ’ την Αυλή πάντως ήταν αρκετοί. Άντρες του Τσάμπερλαιην, του Πέμπροουκ, ο λόρδος Μπάρμπεητζ …

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Όλη η βασιλική κλίκα. Τι ήθελες εσύ μαζί τους;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Με χρειάζονταν, είπαν.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Γιατί; Θα ανοίξουν κάνα θέατρο μες στο παλάτι και ψάχνουν θιασάρχη;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Με πήγαν σε παράσταση.

Παύση. Ο Κύναστον σταματάει να ετοιμάζεται. Γυρνάει στο μέρος του Γουίλλιαμ.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Τι παράσταση νυχτιάτικα; Ποιο θέατρο παίζει τέτοια ώρα;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Δεν ήταν θέατρο. Πιο πολύ με υπόγειο έμοιαζε.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Στα παλιά σου τα λημέρια. Κανένα από αυτά που είχαμε παίξει;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Δεν μου θύμισε κάτι αλλά και πάλι όλα αυτά μοιάζουν.  Δεν ήταν άσχημο, αν εξαιρέσεις την μυρωδιά που ερχόταν από τους υπονόμους στο δρόμο. Είχε κάποια ατμόσφαιρα, δεν μπορώ να πω.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Με κοροϊδεύεις; Όλοι οι γλείφτες του βασιλιά που ούτε ένα στενό δεν προχωρούν στο πεζοδρόμιο, για να μη λερώσουν τα γοβάκια τους πήγαν να δουν παράσταση σ’ ένα…   

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Ήταν διαταγή. Δεν το ήθελαν, πίστεψε με.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Τι διαταγή;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Θα σ’ τα πω μετά τη παράσταση. Δεν χρειάζεται να σε αγχώσω τώρα.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:         Συμβαίνει κάτι που με αφορά;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Κακώς μίλησα.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Λέγε Γουίλι. Το ξέρεις ότι δεν έχει παράσταση αν δεν μου πεις.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Α! Θ’ αργήσουμε σήμερα να ξεκινήσουμε. Περιμένω κάποιους επίσημους και…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Από τους χθεσινούς;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Ναι. Με παρακάλεσαν να καθυστερήσω την έναρξη για να προλάβουν.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Γιατί; Τι θέλουν;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Να δουν το έργο. Έχουν ακούσει πολλά γι’ αυτό, για σένα. Θέλουν να τα επαληθεύσουν.     
 
ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Τι έχουν ακούσει;   

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Καλά Έντι. Μόνο καλά.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Τι είδατε χθες; Γιατί δε μου λες;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Σου είπα, μετά. Όχι τώρα.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (έντονα) Γιατί;  Γουίλι, κοίτα με!  Γουίλλιαμ Τζόνσον!

Ο Γουίλλιαμ στο άκουσμα ολόκληρου του ονόματός του κοιτάζει τον Κύναστον.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Χτες  ήσουν με τα μούτρα κατεβασμένα. Με το ζόρι μου μίλαγες. Πάνε κάτι μήνες που έχεις να περάσεις απ’ το σπίτι μου. Πας, βλέπεις παραστάσεις που δεν ξέρω, τι συμβαίνει;
ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Θα μπορούσα να μην σου πω λέξη για την παράσταση. Δεν το εκτιμάς αυτό;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Όχι, όταν μου κρύβεις λόγια. Καλύτερα να μην έλεγες τίποτα.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Πες ότι δεν είπα.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Κι αν το μάθαινα από αλλού;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Έχω λόγο που δεν σου τα λέω τώρα. Γιατί δεν το σέβεσαι; Εγώ χτες σεβάστηκα την απόφασή σου.

Ο Κύναστον σηκώνεται και πάει στο Μέρος του Γουίλλιαμ. Στέκεται από πάνω του.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Ποια απόφαση; Τον Λάγκλεϋ; Αυτό είναι; Κρατάς μούτρα για τον Λάγκλεϋ;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Σου εξήγησα πόσο σημαντικό είναι για μένα.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Κι εγώ σου εξήγησα.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Το δέχτηκα. Τελείωσε.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Όχι.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (έντονα) Τι θες να κάνω; Να το ξεχάσω;  Αν καταλάβαινες κι εσύ τι σημαίνει η άρνησή σου δεν θα μπορούσες...

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Είναι τόσο σημαντικό να κοιμηθώ μαζί του; Θα σου λυθούν πολλά προβλήματα έτσι;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Δεν θα το κάνεις για μένα, στο είπα.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Για σένα Γουίλι. Πάντα για σένα ήταν.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (με ειρωνικό τόνο) Έκανες θυσία για μένα, δηλαδή τόσα χρόνια;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Δεν είπα ότι έκανα … μα, τι έχεις πάθει;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Ποιος κέρδιζε από αυτήν την ιστορία περισσότερο; Ποιος έπαιζε τους ρόλους; Ποιος γινόταν γνωστός; Εγώ;

 ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Είχαμε δουλειά …    κάναμε θέατρο, αυτά δεν μου ’λεγες χθες…

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (ειρωνικά)    Δουλειά … προετοιμάζαμε το όνομα του Κύναστον, αυτό κάναμε. Εγώ δούλευα στην ουσία για σένα. Όχι εσύ.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Εγώ τι έκανα;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Εσύ … μόνο να παίζεις ήξερες. Και στη σκηνή και στο κρεβάτι.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Να παίζω…

Μεγάλη παύση. Ο Κύναστον έχει καρφωμένο το βλέμμα πάνω στον Γουίλλιαμ, περιμένοντας μια εξήγηση που δεν έρχεται.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Θα πρέπει να σου έχει υποσχεθεί πολλά ο άλλος έτσι;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Γιατί επιμένεις τόσο πολύ; Ένα βράδυ θα είναι. 

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Τι εύκολα που το λες. Ένα βράδυ. Να σου την αλήθεια, ξέρεις τι με θυμώνει περισσότερο; Όχι ο Λάγκλεϋ. Αυτόν τον θαυμάζω και για την επιμονή του να πάρει αυτό που θέλει. Η ευκολία που μου το ζητάς. Σαν να μη σου κοστίζει καθόλου. Γι’ αυτό και μόνο δεν θα γίνει. Ποτέ.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Το ότι θα ξαπλώσεις δε σημαίνει ότι πρέπει να το αισθανθείς κιόλας. Αν θες να πας όμως αντίθετα σε μένα και στο συμφέρον μας...

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (διστακτικά) Δεν με συμφέρει να κάνω κάτι που θα μετανιώσω μετά …

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Νόμιζα ότι τα συμφέροντά μας συμβαδίζουν.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Κι εγώ έτσι νόμιζα.

Μεγάλη παύση. Οι δύο άντρες απομακρύνονται και συνεχίζουν την προετοιμασία για τους ρόλους τους σαν έχουν ξεχάσει την προηγούμενη ένταση. Υπάρχει μια ψυχρότητα παρόλα αυτά στην ατμόσφαιρα.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Να κοιτάξω το δικό μου ανεξάρτητα από σένα, δηλαδή;
ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Γουίλι, πραγματικά, αν υπάρχει άλλος τρόπος …

 ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Υπάρχει. Γι’ αυτό πήγα χθες σε εκείνο το μπουντρούμι.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Έψαχνες άλλο αγοράκι για τον Λάγκλεϋ;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Θα πρέπει να σου μοιάζει πολύ για να τον ρίξω αλλιώς δεν θα δεχτεί. Η εμμονή του με σένα, βλέπεις… 

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Βρήκες κανένα;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Κάτι βρήκα.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Κανά μικρό; Απ’ τους ηθοποιούς;

Ο Γουίλλιαμ γνέφει θετικά.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Ποιο ρόλο έκανε;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Το έργο, ήταν ο Ριχάρδος ο τρίτος.

 Ο Κύναστον μαλακώνει. Αλλάζει ύφος. Γίνεται ξαφνικά ο ηθοποιός που μπροστά στο πάθος για τη δουλειά του τα ξεχνάει όλα. Σαν μην συνέβη η προηγούμενη ένταση.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Την λαίδη Άννα; Ο πρώτος μου ρόλος. Έπρεπε να με πάρεις μαζί σου. Πώς ήταν;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Πειστική.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Δηλαδή;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Κανονική λαίδη.
 
Γονατίζει δίπλα στον Γουίλλιαμ.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Η φωνή του δουλεμένη;  Του έφευγαν κοκοράκια ή την ήλεγχε;  Στα χαμηλά ακουγότανε; Τα χέρια; Τα κουνούσε αρμονικά ή σαν φτερά στον άνεμο; Πώς περπατούσε; Έκανε μεγάλα βήματα; Στο θρήνο; Ποια στάση διάλεξε; Έβαλε τον καρπό στο μέτωπο κλείνοντας τα μάτια ή πίεσε την παλάμη πάνω στο στέρνο κι έβγαλε αναφιλητά; Δάκρυα;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Δεν έκανε τίποτα απ’ όλα αυτά Έντι. Ήταν … κανονική λαίδη.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Χωρίς τεχνική; Πώς έπαιξε; Θα πρέπει να ήταν πολύ γελοίος. Δεν τον γιουχάρατε;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Γιατί; Αφού μας μάγεψε.
         
ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Τι έκανε; Πώς … τον λένε; Ποιος είναι;;;

Ο Γουίλλιαμ αποφεύγει το βλέμμα του Κύναστον. Απαντά με δυσκολία. Καταλαβαίνεις από τα μάτια του όμως ότι είναι σαν να ξαναβλέπει μπροστά του αυτά που λέει.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Μια… ηθοποιός.

Ο Κύναστον δεν αντιλαμβάνεται το θηλυκό γένος της λέξης «Μια» και συνεχίζει.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Πώς τον λένε;;;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Άστο καλύτερα!

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Το όνομά του Γουίλι.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Άστο καλύτερα!

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Πες μου το όνομά του.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Μπρέ-ντα!

Παύση.
 
ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Γυναικείο όνομα;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Λογικό, αν σκεφτείς ότι …

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Μοιάζει τόσο πολύ με ….   

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (κοφτά) …είναι…γυναίκα.
     
Ο Κύναστον μένει αποσβολωμένος. Στήνεται όρθιος πίσω από τον Γουίλλιαμ. Εκείνος καταλαβαίνει την ψυχρότητα της στιγμής. Με δισταγμό γυρνάει και κοιτάζει τον Κύναστον με μια αίσθηση λύπης. Ο Κύναστον κάνει δυο-τρία βήματα πίσω.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (τραυλίζοντας)  Τιιι…είναι;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Γυναίκα. Μια όμορφη νέα…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Γυναίκα… που παίζει;;;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Έτσι φάνηκε.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Ηθοποιός;;;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Πώς αλλιώς να την πεις;

Ο Κύναστον τινάζει το χέρι του μπροστά για να κόψει τον Γουίλλιαμ. Σηκώνεται και περπατάει νευρικά πάνω κάτω στο καμαρίνι.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Στ…σταμάτα! Τι πάει να πει παίζει; Πώς παίζει; Ποιος την άφησε; Τι δουλειά έχει στη σκηνή ένα θηλυκό; Με τι θράσος τόλμησε να πατήσει πάνω…

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Γι’ αυτό ήθελα να σ’ τα πω μετά την παράσταση.
   
 Ο Κύναστον δεν τον ακούει.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ: (φωναχτά)     Ποιος άφησε ένα βρωμοθήλυκο να ανέβει στη σκηνή; Είναι τόσο γελοίο.  Σαν να μου λες ότι … οι άντρες από δω και πέρα θα … τι να πω … θα … γεννοβολάνε.
 
ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Σσσς … ηρέμησε.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Δεν τους φτάνει που παραπλανούν με τα πόδια ανοιχτά τούς άντρες, θέλουν να παραπλανήσουν και το κοινό τώρα; Να το βάλουν κάτω απ’ τα φουστάνια τους; Να μολύνουν το θέατρο;  Τι θέλουν, ε; Να φέρουν και στη σκηνή τις πουτανιές που κάνουν στο δρόμο; Να μαγαρίσουν κι αυτήν;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Δεν ήταν καθόλου έτσι. Εγώ δεν ένιωσα ότι…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Τι ένιωσες; Ότι έβλεπες ηθοποιό; Ρόλο; Ερμηνεία; Από ποιον; Μια πόρνη που μάζεψε ένα τσούρμο βλάκες σ’ ένα υπόγειο, για να τους κοροϊδέψει ότι τάχα μπορεί να παίξει; Και εντάξει οι άλλοι. Πες ότι πήγαν για να γελάσουν. Τέτοιοι φτηνοί που είναι, φτηνά αστεία θέλουν. Εσύ; Τόσα χρόνια στο θέατρο; Πείστηκες;   

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Αν συνεχίσεις έτσι δεν γίνεται να μιλήσουμε…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Σ’ έπεισε; Πες μου!

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Ήταν μια λαίδη. Με τη φωνή της, την κοριτσίστικη χάρη, τα μακριά της μαλλιά, τα λεπτά της χέρια, το λευκό δέρμα, τα ρόδινα  μάγουλα… μια… λαίδη. Τίποτα παραπάνω. 

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Τι έπαιξε τότε; Ποια τέχνη άσκησε;  Της γυναίκας;  Αυτό  δεν είναι τέχνη. Τι προσπάθεια κάνει γι’ αυτό; Τι σπούδασε; Τι έμαθε να κάνει; Τίποτα!

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Εγώ τι σπούδασα για να παίζω τον άντρα;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Το συγκρίνεις;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Γιατί όχι; Με έμαθε κανείς να κάνω τον Αντώνιο;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Τι ερώτηση από έναν θιασάρχη! Αν σ’ άκουγε ο πατέρας σου θα ντρεπόταν.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Τι δουλειά έχει ο πατέρας μου;

Το ύφος του Κύναστον γίνεται πολύ προκλητικό

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Εκείνος ήξερε καλά ότι απ’ τους άντρες ξεκίνησε το θέατρο. Αυτοί μπορούσαν μόνο να το διδάξουν. Ή μήπως ξέχασες και το σκοπό που έχουμε σαν καλλιτέχνες, σε μια νύχτα; Τόσο πολύ σε μάγεψε αυτή, που πήγε περίπατο ο ρόλος σου εδώ μέσα;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Το παρατραβάς Έντι. Δεν έχω ξεχάσει τίποτα…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:       Αλλά; Τι έγινε; Μίλα. Βαρέθηκα τα μούτρα και τις μπηχτές κάθε βράδυ. Το μόνο που κάνουμε τελευταία είναι να σκοτωνόμαστε. Τι σου συμβαίνει; Μήπως… πεθύμησες θηλυκό; Ε; Αυτό είναι; Βαρέθηκες να πιάνεις αντρικό κωλαράκι;

Ο Γουίλλιαμ του δίνει ένα δυνατό χαστούκι που τον τραντάζει ολόκληρο. Μεγάλη παύση, στην οποία οι δύο άντρες κοιτάζονται γεμάτοι μίσος. Οι ανάσες βαριές, μοιάζουν με βρυχηθμοί άγριων ζώων. Τα μάτια του Κύναστον υγραίνονται. Το πρόσωπο του Γουίλλιαμ είναι συνοφρυωμένο και τα μάτια κοιτάζουν απειλητικά.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:      Θα με σταματήσει αυτό λες; Οι βεργιές που έχω φάει, για να αρθρώσω μια λέξη με την κοριτσίστικη χάρη, που λες, φαίνονται ακόμα στο σώμα μου. Τις θυμάσαι; Ή πάει πολύ καιρός που χεις να τις δεις;
   
ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Σταμάτα!

Ο Γουίλλιαμ του δίνει κι άλλο χαστούκι και τον σπρώχνει με δύναμη πίσω. Ο Κύναστον χάνεται πίσω από το τραπεζάκι του που τραντάζεται, ρίχνοντας κάποια απ’ τα καλλυντικά του στο πάτωμα.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (Μετά από μεγάλη παύση στην οποία ο Γουίλλιαμ παίρνει βαθιές ανάσες) Σου ’χω πει να μη μιλάς έτσι. Έχεις ένα τρόπο να προκαλείς τον άλλον. Τον φτάνεις στα άκρα. (παύση) Χτύπησες;

Κάνει ένα βήμα να πλησιάσει αλλά τον σταματάει η φωνή του Κύναστον

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Μην τολμήσεις…!

Ο Γουίλλιαμ στέκεται. Οπισθοχωρεί αργά.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Δεν το ήθελα.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Το ξέρω. Το είχες ανάγκη όμως… ε, αγόρι μου; Για να μιλήσεις. Έλα… σ’ ακούω….

Τα λόγια του Γουίλλιαμ βγαίνουν με δυσκολία. Φαίνεται μετανιωμένος για αυτό που μόλις έκανε.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Δεν θέλω να σκέφτεσαι ότι εγώ… εμείς… βγάλ’ το από το μυαλό σου! Εγώ ποτέ… ποτέ δεν σε είδα έτσι. Ποτέ δεν σε ήθελα  με τέτοιο τρόπο. Πάντα αισθανόμουν τρυφερά μαζί σου.... αλλά μέχρι εκεί.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Ποια τρυφερότητα εννοείς; Έχω πολλές να θυμηθώ.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:      Μια είναι. Εκείνη που έμαθα από μικρός. Εκείνη που έβλεπα να σου δείχνει ο πατέρας.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Μάλιστα… έχει μείνει τίποτα από αυτήν;

Μεγάλη παύση. Από το βλέμμα του Γουίλλιαμ καταλαβαίνουμε ότι σιγά, σιγά χάνεται μέσα στις εικόνες και τις αναμνήσεις του παρελθόντος. Παίρνει το χρόνο του στον τρόπο που εκφέρει τα λόγια.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:      Θυμάμαι… την μέρα που σε έφερε ο πατέρας στο θέατρο. Είχε κατουρηθεί από τη χαρά του. Σε έβαλε πάνω στη σκηνή και σου είπε να πεις ένα τραγούδι από αυτά που σας μάθαιναν στη σχολή. Πρώτη φορά είχα ακούσει τόσο γλυκιά φωνή. Τα χέρια σου ανοιγόκλειναν μαλακά πάνω κάτω σαν να ’θελες να πετάξεις πάνω από την αίθουσα. Να φτάσεις τα φώτα. Εκείνος έσφιγγε το χέρι μου στη χούφτα του και προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα από τη συγκίνησή του. Ήσουν δικός του πια. Παιδί του. Ένα ξεχωριστό παιδί. Σαν το κορίτσι που δεν έκανε. Η αδελφή που δεν είχα. Ήταν καλά όσο ζούσε. Παιχνίδια, πρόβες, έργα... κι εσύ να μεγαλώνεις, να γίνεσαι ηθοποιός. Εγώ να ανδρώνομαι, να μαθαίνω το μετιέ της δουλειάς. Να ετοιμάζομαι, για να πάρω τη θέση του. Μέρα-νύχτα στο θέατρο. Ούτε μου πέρασε απ’ το μυαλό να κυνηγήσω γυναίκες και έρωτες. Όταν μας έβαλαν λουκέτο ήταν σαν να κλειδώνουν και τη ζωή του πατέρα εκεί μέσα. Σαν να τον έκλεισαν νωρίτερα στον τάφο. Εκεί ήταν που η τρέλα με σένα έγινε ανυπόφορη. Τι να καταλάβεις εσύ; Όποτε έμπαινες στο δωμάτιο φώτιζε το πρόσωπό του. Άφηνε τα βρισίδια για λίγο και γινόταν πάλι ο δακρυσμένος θεατής στο πρώτο κάθισμα, που έβλεπε την παράσταση που έδινες μόνο για κείνον. (Μεγάλη παύση) Λίγες μέρες πριν πεθάνει... ... ζήτησε να με δει. Με κάθισε δίπλα του και πήρε το χέρι μου στην χούφτα του… όπως τότε. Εκείνη τη μέρα κατάλαβα… ότι η ζωή μου θα άλλαζε… η ζωή μας…. (μεγάλη παύση. Παίρνει μια βαθιά ανάσα σαν να ψάχνει δύναμη να συνεχίσει) Όμως δεν μπορούσα να φανταστώ την τροπή που θα έπαιρναν αργότερα τα πράγματα… Προσπάθησα πολλές φορές να σου μιλήσω για το πώς νιώθω εγώ αλλά ένας κόμπος, εδώ μέσα, (πιάνει το λαιμό του) με έσφιγγε και έπνιγε κάθε λέξη που πήγαινε να βγει προς τα έξω. (πιο αποφασιστικά)  Όμως δεν πάει άλλο …  αυτή η κατάσταση... αυτά που νιώθεις... αυτά που σ’ έχω αφήσει να νιώθεις....

 Ακούγεται χαμηλά η φωνή του Κύναστον

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (ψελλίζοντας) Ξέρεις εσύ τι νιώθω;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Για μένα; Πολύ καλά....

Ακούγεται ειρωνικό γέλιο από τον Κύναστον.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Δεν φταις όμως εσύ... εγώ σε έκανα...

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Μαζί το κάναμε. Εμείς κι ο έρωτας που....

Ο Γουίλλιαμ τον κόβει απότομα τινάζοντας βίαια το χέρι του στον αέρα.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Όχι! Δεν αισθάνθηκα ποτέ… ερωτικά μαζί σου, Έντι. Ούτε μια στιγμή.

Πιο δυνατό γέλιο από τον Κύναστον.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Υπήρξαν κάποιες φορές, το δέχομαι, που βρεθήκαμε …

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (χαμηλόφωνα) Κάποιες…

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (έντονα) Όσες ήταν. Καμία όμως… στ’ ορκίζομαι … καμία φορά δεν ένιωσα ότι ξάπλωνα μ’ έναν … άντρα.

 Ο Κύναστον κοιτάζει υποτιμητικά τον Γουίλλιαμ.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (χαμηλόφωνα)  Είσαι για κλάματα …

Έρχεται αργά και πέφτει πάνω στο σκαμπό. Γυρίζει πλάτη στον Γουίλλιαμ.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Έπειθα τον εαυτό μου κάθε φορά πως άγγιζα τη γοητευτική Ολίβια, την αθώα Οφηλία, την Άννα, την … Κλεοπάτρα. Ποτέ δεν ήθελα φως στο δωμάτιο και πάντα σ’ έβαζα να φοράς τις περούκες των ρόλων. Δεν σ’ έβαλε σε υποψίες αυτό; Κοιμόμουν με μια φαντασίωση που με έκανε να την ερωτευτώ την ώρα που έπαιζα μαζί της. Είδες ποτέ το πρόσωπο μου εκείνη την ώρα; Τα μάτια  μου ήταν κλειστά, προσπαθώντας να φτιάξουν την πιο ηδονική σκηνή. Εκεί κρινόταν το ταλέντο μου. Ένα λάθος  θα τάραζε τη σύμβαση που είχα συνηθίσει να έχω στη σχέση μας. Ίσως θα έπρεπε απ’ την αρχή να είναι ξεκάθαρη η θέση μου και ο τρόπος που νιώθω αλλά δεν γινόταν. Μια υπόσχεση τηρούσα. «Πρόσεξε το παιδί μας. Μην το αφήσεις σε ξένα χέρια. Θα τον εκμεταλλευτούν. Τα αγοράκια όπως αυτόν τα... τους φέρονται άσχημα... Να είσαι δίπλα του, πάντα. Ο σύντροφός του. Μην αφήσεις κανέναν να μας το πάρει. Παρασύρονται εύκολα τέτοια παιδιά ... πρόσεχε ...». Όταν σε είδα να πέφτεις κλαίγοντας στο κρεβάτι μετά την πρώτη φορά που κοιμήθηκες με κάποιον... τα λόγια αυτά επέστρεψαν πάλι. Σαν σφυριά αυτή τη φορά, που με μίσος κάποιος κοπάναγε πάνω στο κεφάλι μου. Ίσως ήταν η τιμωρία μου γι’ αυτό που σε είχα αφήσει να κάνεις. Για την υπόσχεση που αθέτησα. Πόσο σε λυπήθηκα εκείνη την ώρα... και τους δυό μας λυπήθηκα. Ευχόμουν να άνοιγε η πόρτα ξαφνικά και να εμφανιζόταν εκείνος με μια λύση. Μια καλή λύση. Τις είχε πάντα τόσο εύκολες.(Μεγάλη παύση) Δεν ήρθε όμως κι εγώ στεκόμουν εκεί, αδύναμος,  κρατώντας την πληρωμή, που θα μας εξασφάλιζε μια ακόμα μικρή παραγωγή. Ένα ακόμη έργο. Έναν ακόμη ρόλο για σένα. Μ’ αυτή τη σκέψη ξάπλωσα δίπλα σου και σε κράτησα σφιχτά στην αγκαλιά μου. Να παρηγορήσω τι, άραγε; Ξέραμε καλά πως αυτό ήταν μόνο η αρχή. Κάποια στιγμή σταμάτησε κι ο τελευταίος  λυγμός σου. Μετά... οι κοφτές ανάσες του κλάματος μαλάκωσαν. Το θυμάμαι σαν τώρα. Έγιναν πιο βαθιές. Κι από τους δύο. Βαθιές και δυνατές. Έγιναν ηδονή ... πάθος... Ένα μπερδεμένο, αλλόκοτο πάθος. Μου δόθηκες … και το δέχτηκα. Δεν έδωσα χρόνο να σκεφτώ τι ήταν και τι σήμαινε για μένα. Αρκεί που σε έκανε να αισθάνεσαι εσύ καλά. Να ηρεμείς. Ήταν ένας τρόπος να καταλαγιάσω την ενοχή. Να ελαφρύνω το βάρος. Μου πήρε καιρό μέχρι να καταλάβω ότι δεν μπορείς να θάβεις το δικό σου θέλω πίσω από μια υπόσχεση. Δεν μ’ άρεσε αυτό που έκανα. Σε μένα, σε σένα. Ήταν άδικο. Με έπνιγε. Γι’ αυτό αραίωσα τις συναντήσεις μας τελευταία. Ήταν λάθος να βλέπω στα μάτια σου ελπίδες για κάτι που δεν έχει μέλλον. Δεν θα υπάρξει τίποτα ανάμεσα μας. Ό,τι μας δένει βρίσκεται σ’ αυτά τα κουστούμια και στις φωνές του κόσμου από κάτω. Χώνεψέ το!

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Καημένε! Ούτε τον εαυτό σου δεν πείθεις με τέτοια ψέματα....

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Είναι η αλήθεια! Άργησα πολύ να το καταλάβω αλλά … δεν μπορώ να υποκρίνομαι άλλο…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Εμένα… δεν θα μπορούσες να με κοροϊδέψεις. Ξέρω πότε κάποιος υποκρίνεται…

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Αφήσαμε να μας παρασύρει μια κατάσταση που…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:      Όλα ήταν αληθινά. Τα φιλιά, τα λόγια, τα βογκητά … όλα!

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Όχι!

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Ναι! Αλλού είναι το ψέμα. Μέσα σου. Δεν μπορείς να δεχτείς ότι ένας άντρας σου έβγαλε τέτοιο πάθος. Γι’ αυτό σκαρώνεις  ιστορίες  με το μυαλό σου. Θες να δικαιολογήσεις αυτά  που νιώθεις.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Είναι πιο δύσκολο για σένα Έντι, το καταλαβαίνω.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:   Τον έζησα κι εγώ, ξέρεις. Δεν θα σου ζητούσε κάτι τέτοιο αν… δεν ήξερε ότι το ήθελες κι εσύ.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Γιατί, φρόντισε να με μάθει; Το κέντρο της προσοχής ήσουν εσύ. Τι να πεις σε έναν πατέρα που πεθαίνει όμως; Του  υποσχέθηκα.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Να με φροντίζεις;

Ο Γουίλιαμ γνέφει θετικά.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Να με χαϊδεύεις;

Το ίδιο.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:      Να με φιλάς;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Μην το κάνεις αυτό.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Να ξαπλώνεις μαζί μου; Τι άλλο;

Ο Γουίλλιαμ δεν αντιδρά

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Τι άλλο;;;
   
ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Να ’μαι κοντά σου… αυτό.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Περιμένεις να το πιστέψω;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Έπρεπε να το πω. Να ξεκαθαρίσω τι νιώθω….

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Για μένα;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Ναι.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Και;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Δεν ξέρω… ακόμα.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Πώς είναι δυνατόν; Τόσην ώρα ακούγεσαι σίγουρος.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Είναι πολλά που πρέπει να ξεκαθαριστούν μέσα μου. Είχα σκοπό να σου μιλήσω αργότερα αλλά δεν μου άφησες περιθώρια.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Να υποθέσω… ότι δεν θα ξανάρθεις από το σπίτι…

Ο Γουίλλιαμ τον κοιτάει βαθιά στα μάτια και γνέφει αρνητικά.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Ποτέ;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Δεν ξέρω! Μη με πιέζεις. Έχω τόσα άλλα να σκεφτώ τώρα…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Ναι, βέβαια. Το θέατρο… τον Λάγκλεϋ…. τις γυναίκες…

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:      (σαν να μην άκουσε την παρεμβολή) Κι εσένα. Αν αυτά που ακούγονται στην αυλή είναι αλήθεια σε λίγο μπορεί να χρειαστεί να μάθεις και κάποιον αντρικό ρόλο. Τα τσιράκια του Καρόλου δεν βρέθηκαν τυχαία χθες εκεί μέσα. Έχει φτάσει στ’ αυτιά του βασιλιά ότι μια γυναίκα κάνει την ηθοποιό και ήθελε αναφορά. Του αρέσει η ιδέα μιας τέτοιας πρωτοπορίας. Αν δώσει επίσημη άδεια δεν θα κάνω πίσω. Δεν θέλω να σκεφτώ ότι θα πάρει τη θέση σου αλλά ούτε να το αποκλείσω. Το κοινό είναι αψυχολόγητο. Αυτό που εκθειάζει τη μια μέρα μπορεί να το λιντσάρει την επόμενη.

Ο Κύναστον κοιτάζεται στον καθρέφτη. Πιάνει το σημείο στο πρόσωπο που τον χτύπησε ο Γουίλλιαμ. Έχει κάνει σημάδι.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (καγχάζοντας) Να το δω κι αυτό. Μετά την απόρριψη απ’ τον εραστή να έρθει η σειρά του κοινού… Να απορρίψει τη θεά του. Το όνειρό του.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Τα όνειρα ακολουθούν την εποχή. Ίσως έχει έρθει η ώρα ν’ αλλάξουν.

Ο Γουίλλιαμ κάνει μια κίνηση να αγγίξει τον Κύναστον στον ώμο σε ένδειξη συμπαράστασης. Εκείνος το αποφεύγει. Ο Γουίλλιαμ  συνεχίζει την ετοιμασία για την παράσταση. Βγάζει τα ρούχα του και βάζει το κουστούμι του Αντώνιου.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Και να γίνει όνειρο η Μπρέντα; Τι κατάντια για την τέχνη μας. Μια κοινή Μπρέντα… να χαρίζει όνειρα.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Θα είναι η πρώτη που το κάνει.

Μεγάλη παύση στην οποία ο Κύναστον κοιτάζει μέσα απ’ τον καθρέφτη τον Γουίλλιαμ που ετοιμάζεται.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (χαμηλόφωνα)  Κι εγώ; Τι είμαι;

Με μια κίνηση σαν να μην αντέχει άλλο το θέαμα, γυρίζει ανάποδα τον καθρέφτη μπροστά του.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Να δω πότε θα πάρεις δικό σου. Πόσος καιρός πάει που τον έσπασες;

Ο Κύναστον αρπάζει τον καθρέφτη και τον ρίχνει με δύναμη στη μέση της σκηνής όπου και σπάει.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Παρ’ τον!

Μεγάλη παύση στην οποία ο Γουίλλιαμ σκύβει και μαζεύει προσεχτικά τα κομμάτια.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Σαν παιδί κάνεις. Είναι αντίδραση ολόκληρου άντρα αυτή τώρα;

Ο Κύναστον τινάζεται από το σκαμπό και ορμάει στο μέρος του Γουίλλιαμ. Είναι η πρώτη φορά που η κίνησή του είναι καθαρά αντρική και σχεδόν απειλητική. Ο Γουίλλιαμ ξαφνιάζεται από την έκρηξη αυτή.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Όχι! Γιατί να είναι; Πού τον είδες τον άντρα; Το είπες! Για λύπηση είμαστε. Ένα μπασταρδεμένο πράγμα. Ούτε άντρας, ούτε γυναίκα. Ένα σώμα σαν το δικό σου, που κρύβει τις ψυχές τόσων γυναικών. Τις έχω ζήσει μια - μία. Ζω μέσα απ’ αυτές.  Ξέρεις τι είναι για μένα έρωτας; Το σπαθί που έχωνα στο στήθος μου πάνω από το νεκρό σώμα του Ρωμαίου. Ξέρεις τι είναι φόβος; Η στιγμή που με πλησίαζες με το μαξιλάρι και ικέτευα σαν Δυσδαιμόνα για τη ζωή μου.  Αγάπη; Αγωνία; Γέλιο; Για όλα έχω μια καλή σκηνή, μια ατάκα. Ποια θες; Διάλεξε. Νομίζεις ότι έχουν αφήσει χώρο για τον Έντουαρντ όλες αυτές; Πού; Σε ποιο μέρος; Στην καρδιά; Στο λαιμό; Στο στόμα; Στα χέρια; Όλα δικά τους είναι. Πού είναι ο Έντουαρντ; Αν εσύ χρειαζόσουν μια φαντασίωση για να ξαπλώσεις μαζί μου, εγώ γινόμουν αυτή. Σε φίλαγα σαν αυτή. Σ’ άγγιζα σαν αυτή γιατί… δεν ήξερα άλλο τρόπο...

Οι δύο άντρες κοιτάζονται για λίγο βαθιά στα μάτια. Μεγάλη παύση. Ακούγονται τα χτυπήματα όπως στην αρχή που υποδηλώνουν την έναρξη της παράστασης.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ: (χαμηλόφωνα και συγκαταβατικά)Πρέπει ν’ αρχίσουμε. Ετοιμάσου.
Ο Γουίλλιαμ αφήνει τα κομμάτια γυαλιού στο τραπέζι του.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Αύριο θα φέρω καινούργιο. Πώς θα βαφτείς τώρα;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Μην ανησυχείς. Δεν θα μου ξεφύγει μολυβιά.

Ο Γουίλλιαμ χάνεται στο βάθος.  Ο Κύναστον μένει μόνος του. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και πηγαίνει πίσω από το παραβάν για ν’ αλλάξει. Ακούγεται το τραγούδι “ How should I your true love know?”από το έργο του Σαίξπηρ « Άμλετ». Ο Κύναστον έρχεται μπροστά, κάθεται στο σκαμπό και αρχίζει να βάφεται. Μόλις ολοκληρώνει παίρνει στα χέρια του την περούκα και το στέμμα. Τα κοιτάζει. Το τραγούδι έχει ολοκληρωθεί.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (στον εαυτό του)  Το νου σου, βασίλισσά μου. Το στέμμα σου κινδυνεύει.

Σβήνει το κερί στο τραπέζι. Σκοτάδι.

Τρίτη Σκηνή
Δωμάτιο Κύναστον. Το τραπεζάκι του Γουίλλιαμ αριστερά έχει αντικατασταθεί από ένα μονό κρεβάτι ενώ το άλλο δεξιά έχει παραμείνει στη θέση του. Ένα ψυχρό φως πέφτει πάνω στον Κύναστο,ν που κάνει ανάστατο ύπνο σαν να βλέπει εφιάλτη. Ακούγεται μια γυναικεία γλυκιά φωνή (Μπρέντα), να απαγγέλλει τα παρακάτω λόγια από τον μονόλογο της λαίδης Άννας.

ΦΩΝΗ OFF

«Αχ, θλιβερή και παγωμένη μορφή του άγιου βασιλιά, τέφρα ωχρή του Οίκου των Λανκάστερ, λείψανο άψυχο εκείνου του βασιλικού αίματος: ας μην κριθεί παράνομο που θέλω να καλέσω το φάντασμα σου για ν’ ακούσει τους θρήνους της άμοιρης Άννας.»

Η φωνή στη συνέχεια δυναμώνει σταδιακά και αποκτά echo επαναλαμβάνοντας κάποιες λέξεις. Ο Κύναστον στριφογυρίζει στο κρεβάτι προσπαθώντας να την διώξει.

ΦΩΝΗ OFF

«Ω!, καταραμένο το χέρι – το χέρι – που έμπηξε αυτές τις μαχαιριές. Καταραμένη – καταραμένη – κι η καρδιά, που είχε καρδιά για να το κάνει. Καταραμένο το αίμα – το αίμα – που έχυσε αυτό το αίμα – αυτό το αίμα. Μας έκανε τόσο δυστυχισμένους με το θάνατό σου ο μισητός κακούργος, που εύχομαι συμφορές πιο τρομερές – πιο τρομερές – να πέσουν στο κεφάλι του, απ’ αυτές που καταριόμαστε σε οχιές – οχιές – αράχνες – αράχνες – βδελυρά βατράχια – βατράχια – και σ’ όλα τα ιοβόλα – τα ιοβόλα ερπετά – ερπετά της γης – ερπετά της γης – της γης ερπετά – ερπετά!!!»

Ο Κύναστον τινάζεται πάνω ιδρωμένος ανασαίνοντας βαριά.  Η φωνή σταματάει απότομα, αφήνοντας μια ηχώ σαν μακρινό ουρλιαχτό πίσω της. Μετά από μερικές στιγμές σηκώνεται και κατευθύνεται προς το τραπεζάκι στη δεξιά πλευρά της σκηνής. Το φως που έπεφτε στο κρεβάτι σβήνει. Ο Κύναστον ανάβει το κερί και σκουπίζει το πρόσωπό με το μανίκι του. Σαν να του έρχεται ξαφνικά μια ιδέα ανοίγει το συρτάρι του τραπεζιού και βγάζει ένα κομμάτι χαρτί, μια πένα και ένα μελανοδοχείο. Φέρνει το κερί πιο κοντά του και αφού βουτήξει την πένα στο μελάνι αρχίζει να γράφει με μανία. Ακούγεται OFF η φωνή της σκέψης του.

ΦΩΝΗ OFF

Προς λόρδο Φράνς Λάγκλεϋ

Αγαπητέ μου, θα ξεκινήσω αυτό το γράμμα, αποδεχόμενος πλήρως την αδικαιολόγητη καθυστέρηση της συγγραφής του. Πιστέψτε με δεν ήταν αποτέλεσμα δικής μου επιθυμίας……….

Διπλώνει αργά το χαρτί  στάζοντας μερικές σταγόνες κερί λιωμένο στην άκρη του. Σβήνει το κερί μπροστά του πιάνοντας το φιτίλι με το χέρι του. Σκοτάδι. 
 
Τέταρτη Σκηνή
Δωμάτιο του Κύναστον. Βράδυ. Ο Χώρος φωτίζεται από κάποιο αχνό ψυχρό φως όμοιο με εκείνο που έπεφτε στο κρεβάτι στην προηγούμενη σκηνή. Απόλυτη ησυχία. Φαίνεται η σκιά του Κύναστον να κινείται πέρα δώθε κρατώντας ένα χαρτί.  Μια άγνωστη αντρική φωνή ακούγεται.

ΦΩΝΗ OFF
Λατρεμένε μου Κύναστον, η χαρά που μου έδωσε το γράμμα σας είναι απερίγραπτη. Πριν καν τελειώσω την ανάγνωση του, όλες οι αμφιβολίες, που με έτρωγαν σχετικά με την θέση σας για την στενή σχέση, που διακαώς επιθυμούσα και συνεχίζω να επιθυμώ μαζί σας εξαφανίστηκαν. Πραγματικά λυπούμαι πολύ για τον συναισθηματικό αντίκτυπο που έχει σε σας μια τέτοια απρόσμενη  εξέλιξη στο θεατρικό τοπίο. Δυστυχώς πολύ σύντομα θα αναγκαστώ κι εγώ να συμπεριλάβω στο θίασό μου μια… ηθοποιό. Μια περαιτέρω καθυστέρηση εκ μέρους μου μόνο επιπτώσεις θα μπορούσε να φέρει στο όνομα και τη φήμη μου. Καθώς και τη δημιουργία ψευδών ελπίδων σε σας. Θα είμαι απόλυτα ειλικρινής  μαζί σας, ρισκάροντας να φανώ σκληρός. Οι μέρες που δίνατε ζωή σε γυναίκες, που σάρωναν με το πάθος και την ομορφιά τους τη σκηνή πέρασαν… Όσον αφορά στην γενναία απόφαση σας σχετικά με τους ανδρικούς ρόλους δεν έχω παρά να παραδεχτώ ότι μου ενισχύσατε τον θαυμασμό και τη συμπάθεια στο πρόσωπό σας, αποδεικνύοντας για πολλοστή φορά την καλλιτεχνική σας φύση. Θα ήταν τιμή μου αν κάνατε την μεγάλη αυτή στροφή στην καριέρα σας στο θίασό μου. Αναμένω πρότασή σας για συγκεκριμένο έργο.   

Υ.Γ. Εντός των ημερών να περιμένετε επίσημη πρόσκληση μου για δείπνο.
Ο πιστός θαυμαστής σας,
Λόρδος Φράνς Λάγκλεϋ

Ξαφνικά ανάβει ένα φως πίσω από τον Κύναστον, που διαγράφει την μαύρη σιλουέτα του. Με έντονες και κοφτές κινήσεις φαίνεται ότι προσπαθεί να μιμηθεί χωρίς αποτέλεσμα κάποιο αντρικό ρόλο. Ακούγονται ανακατωμένες φράσεις από τον Άμλετ του Σαίξπηρ. Προσπαθεί να βαρύνει τη φωνή του να, στήσει το σώμα του, να  περιορίσει τις λεπτεπίλεπτες κινήσεις, που ασυνείδητα του βγαίνουν.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (φωναχτά) Όλα… (προσπαθεί πιο βαριά) όλα… όλα! Όλα εναντίον μου φωνάζουν… φωνάζουν… (πιο μπάσα) φωνάζουν και κεντρίζουν τη νωθρή μου διάθεση για εκδίκηση!  (Επαναλαμβάνει τη φράση προσπαθώντας να μείνει ακίνητος και ποστάροντας τη φωνή του χαμηλά. Ακούγονται φάλτσα και κοκοράκια. Συνεχίζει) Τι είν’ ο άνθρωπος αν μόνη του χαρά και μόνο κέρδος της ζωής του είναι να τρώει και να κοιμάται; (Αρχίζει και ελέγχει τις κινήσεις του. Επαναλαμβάνει τη φράση. Συνεχίζει) Κτήνος είναι! (Επαναλαμβάνει συνεχώς μέχρι που του βγαίνει ασυναίσθητα μια σκληράδα και μια δύναμη που θυμίζει εκείνη της έκρηξής του στον Γουίλλιαμ) Κτήνος είναι!

Η φράση αυτή ακούγεται την τελευταία φορά με echo πλημμυρίζοντας το χώρο μέχρι που πέφτει σκοτάδι.

 
Πέμπτη Σκηνή
Καμαρίνι του Κύναστον στο θέατρο Σουάν. Ένα τραπέζι στα αριστερά της σκηνής, στη θέση που βρισκόταν του Γουίλλιαμ, μ’ ένα μεγάλο ορθογώνιο καθρέφτη μπροστά του. Ένα παραβάν στο βάθος. Ο χώρος φωτίζεται από ένα μεγάλο κηροπήγιο που έχει πέντε θέσεις για κεριά. Μπαίνει ο Κύναστον από δεξιά ντυμένος  φορώντας ένα πουκάμισο γεμάτο αίματα , κολάν μπλε και μπότες μέχρι το γόνατο. Κρατάει ένα σπαθί το οποίο πετάει κάτω. Πέφτει πάνω στο σκαμπό λαχανιασμένος και ιδρωμένος. Παίρνει μερικές ανάσες και αρχίζει να ξεβάφεται με δύναμη. Απέξω ακούγονται φωνές κόσμου και χειροκροτήματα.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:      (κοφτά μέσα από τα δόντια του)    Ηλίθιος κόσμος! Πάρτε ρεαλισμό. Ηλίθιοι! Να δω τι θα τον κάνετε.

Από δεξιά εμφανίζεται ο Γουίλλιαμ, ο οποίος κάνει μερικά μικρά βήματα και σταματάει. Ο Κύναστον δεν τον αντιλαμβάνεται.    

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Ό,τι σας δώσουν το καταπίνετε. Οι ίδιοι που αποθεώνατε την Κλεοπάτρα του Κύναστον, σήμερα…

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Χειροκροτούν τον Άμλετ του.

Ο Κύναστον σταματάει για μια στιγμή και μένει ακίνητος. Μετά συνεχίζει  χωρίς να δώσει σημασία στην παρουσία του Γουίλλιαμ.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (με δυσκολία)  Ήσουν… υπέροχος, Έντι.

Παύση.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (αδιάφορα) Δεν έπαιξα τίποτα.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Δεν χρειάστηκε. Ήσουν τόσο…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (με δόση ειρωνείας) Φυσικός;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Ακριβώς.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (το ίδιο)  Και πειστικός;

Ο Γουίλλιαμ νεύει θετικά.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Αλήθεια;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Δεν έχω λόγο να…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Μου πεις ψέματα. Σωστά. Τι συμφέρον έχεις να το κάνεις τώρα;

Παύση. Ο Γουίλλιαμ κατεβάζει το κεφάλι του.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Είμαστε ανταγωνιστές πια.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Έτσι με βλέπεις;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:      Πώς αλλιώς; Οι δικές σου γεμάτες θέσεις είναι οι δικές μου άδειες.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Ποιος θα το περίμενε ότι εμείς θα…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Εμείς τίποτα, κύριε Τζόνσον. Δεν υπήρξε εμείς. Ακόμα να το καταλάβεις; Την ημέρα που έφυγα από το θέατρό σου, πέθανε.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Βιάστηκες. Δεν έδωσες χρόνο στα πράγματα να εξελιχθούν…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Αν θεωρείς εξέλιξη να μ’ έχεις εκεί για να μαθαίνω στη Μπρέντα σου πώς να περπατάει πάνω στη σκηνή – ναι βιάστηκα να γλιτώσω τον εξευτελισμό. Μου αρκούσε που έβλεπα την τέχνη μου να χάνεται. Δεν θα συνέβαλα και στο χαμό της από πάνω.  
           
ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Υπάρχουν τόσοι αντρικοί ρόλοι που θα μπορούσες να κάνεις. Να, τον  Άμλετ.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Ανδρικοί ρόλοι; Δίπλα σου;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Γιατί όχι;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (σαν να τον περιπαίζει) Έχεις δίκιο. Μια ρεαλιστική ξιφομαχία μετά από τόσα ψεύτικα φιλιά θα έπρεπε να την προκαλέσω. Μέχρι θανάτου. Να γεμίσει η σκηνή αίματα. Ρεαλισμό δεν θέλατε; Αληθινές γυναίκες, αληθινά στήθη, αλήθεια και μόνο αλήθεια. Μανία με την αλήθεια. Λες κι η αλήθεια είναι σ’ αυτό που βλέπετε.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Θα με σκότωνες;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Όπως σκότωσες κι εσύ την τέχνη μου. Την φαντασίωση που χάριζε με το ψέμα της. Την πιο ωραία αλήθεια σκότωσες εσύ κι αυτοί έξω που ουρλιάζουν. Δεν ξέρετε τι έγκλημα έχετε κάνει.

 Μετά από μεγάλη παύση.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Θα με σκότωνες στ’ αλήθεια;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     (ψυχρά) Γιατί όχι; Εξάλλου τι πιο ωραίο φινάλε για μια σχέση που κρυβόταν πίσω κοστούμια ρόλων; Λάθος. Συγνώμη. Δεν υπήρξε σχέση. Μόνο στιγμές ψευδαίσθησης. Σαν πετυχημένη πρόβα, ας πούμε.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε, Έντι. Ήταν θέμα χρόνου… εγώ απλώς…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Το συντόμευσες. Φοβόσουν μη χάσεις την πρωτιά. Τι κατάλαβες; Πόσο κράτησε η πρωτιά σου; Ένα μήνα; Δύο; Ποιος θυμάται ότι εσύ ανέβασες τη γυναίκα στο σανίδι; Φίσκα από δαύτες είναι τώρα όλα τα θέατρα. Αυτά όμως έχουν οι πρωτοπορίες. Παλιώνουν εύκολα. 

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Δεν το μετανιώνω. Ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω τότε για …

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Το θέατρο σου.

Παύση.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (συγκαταβατικά) Ναι.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Μπράβο σου τότε. Είσαι καλός θιασάρχης.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (προσπαθώντας να τον πείσει) Η Μπρέντα είναι καλή. Τη λατρεύει ο κόσμος. Ακούει ό,τι της πω. Κρέμεται από τα χείλη μου.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Ελπίζω εκείνη να τα γεύεται πιο συχνά.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Μη γίνεσαι εριστικός.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Μένει μαζί σου;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Ναι, τη… φιλοξενώ….

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Στο κρεβάτι σου;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Έντι…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Έντουαρντ, είναι το όνομά μου.

Παύση.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Ελπίζω να μην φοράς και σ’ αυτή περούκες… θα ήταν πιο δυσάρεστο για μια γυναίκα, νομίζω. Σαν να απορρίπτεις το φύλο της. Κι απ’ την άλλη, δεν μπορούν να δημιουργούν φαντασίωση αυτές. Ό,τι βλέπεις παίρνεις.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Είναι διαφορετικά μαζί της.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Σ’ αρέσει;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Δεν παίζουμε ρόλους. Είναι πιο…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Φυσιολογικό;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:    Εύκολο…

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Ωραία. Ούτε ενοχές οπότε, ούτε πίεση… κι εδώ τι θέλεις;
     
ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:      Ήρθα για να…
       
ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Ναι;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Να δω τι δουλειά έχεις κάνει. Πώς θα έπαιζες…   

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Τον άντρα;

Μετά από παύση ο Γουίλλιαμ γνέφει θετικά.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Πώς σου φάνηκε;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Σου είπα.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Πες το ξανά. Αν το εννοούσες  πριν, δεν θα δυσκολευτείς.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (δυσκολεύεται, αμήχανα)     Μου… άρεσε αυτό που είδα.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Εγώ;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (το ίδιο) Κι εσύ.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Τι;
   
ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (σηκώνει το βλέμμα και τον κοιτάει βαθιά στα μάτια) Μου…άρεσες.       

Ο Κύναστον σηκώνεται και τον πλησιάζει αργά. Μόλις φτάνει μπροστά του σηκώνει το χέρι του με μια θεατρική κίνηση, που θυμίζει κάποιο γυναικείο ρόλο απ’ αυτούς που έχει παίξει μαζί με τον Γουίλλιαμ και τον αγγίζει στο μάγουλο. Ο Γουίλλιαμ από τη στάση του φαίνεται να αισθάνεται άβολα. Αποφεύγει τα μάτια του Κύναστον.
Η αίσθηση ανάμεσα στους δύο άντρες τη στιγμή αυτή προδίδει έναν συγκαλυμμένο ερωτισμό και μια ηρεμία. Σαν να δίνει με αυτό το άγγιγμα ο Κύναστον το οριστικό τέλος στη σχέση μεταξύ τους. Ο Γουίλλιαμ οπισθοχωρεί κοιτάζοντας τον.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:  Κατάλαβες ότι δεν υπήρχε τίποτα απ’ τον Κύναστον σ’ αυτό που είδες απόψε έτσι;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Τι εννοείς;

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Το κατάλαβες.

Μεγάλη παύση. Ο Γουίλλιαμ καταλαβαίνει το συνειρμό του.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Ναι.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Πού είναι ο Κύναστον;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Χάθηκε.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Πότε;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Εκείνο το βράδυ…μετά την παράσταση.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Την τελευταία.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Ναι. Δεν βγήκε στο χειροκρότημα. Πέταξε τα ρούχα στο πάτωμα κι έφυγε.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Είχε πονέσει.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Τον είχα πονέσει.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Γι’ αυτό έφυγε.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Ναι.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Τον γύρεψες μετά;

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Όχι.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Τον άφησες μόνο του. Εσύ τον έστειλες εδώ.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Ναι.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:      Ο τωρινός θιασάρχης του είναι καλός. Τον προσέχει. Του έχει και δικό του καμαρίνι.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (γέλιο αμηχανίας) Ναι. Το βλέπω.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Κι όταν ξαπλώνει μαζί του έχει παντού αναμμένα κεριά. Θέλει να βλέπει το γυμνό σώμα του Κύναστον. Λατρεύει το σώμα του. Το φιλάει παντού.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     (απότομα σοβαρεύει) Συγνώμη... Συγγνώμη για όλα.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Σ’ αγαπούσε.

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ:     Το ξέρω.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:     Τον έχασες.

Ο Γουίλλιαμ γνέφει θετικά κλείνοντας το πρόσωπο στις χούφτες του. Μπορεί να ακουστεί και πνιχτός λυγμός. Ο Κύναστον χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω του κάνει μερικά βήματα πίσω και κάθεται στο σκαμπό.

ΚΥΝΑΣΤΟΝ:    Τον χάσαμε.

Ο Γουίλλιαμ γυρνάει και πετάγεται προς τα έξω. Απόλυτη ησυχία. Ο κόσμος έχει σταματήσει να φωνάζει. Ο Κύναστον γυρνάει αργά προς τον καθρέφτη. Ανοίγει το συρτάρι και βγάζει από μέσα ένα πουγκί. Το ανοίγει και τραβάει από μέσα ένα μαντίλι. Είναι εκείνο που στην πρώτη σκηνή είχε σκουπίσει το στόμα του ο Γουίλλιαμ. Το φέρνει στο στόμα του και το μυρίζει. Το κατεβάζει με αργά και κοιτάζει μέσα στον καθρέφτη το είδωλό του. Με τη δική του φωνή λέει τα παρακάτω λόγια από το ρόλο της Κλεοπάτρας σβήνοντας ένα, ένα τα κεριά στο κηροπήγιο μπροστά του


Τέλος